- παγάρχου
- πάγαρχοςmasc gen sgπαγάρχηςmagister pagimasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παγαρχώ — παγαρχῶ, έω (Α) [παγάρχης] 1. είμαι παγάρχης*, ασκώ το αξίωμα τού παγάρχου 2. παθ. παγαρχοῡμαι, έομαι ανήκω στη δικαιοδοσία τού παγάρχου … Dictionary of Greek
παγαρχία — παγαρχία, ἡ (Α) [παγάρχης] 1. διοικητικό διαμέρισμα, περιφέρεια την οποία διοικούσε ο παγάρχης 2. η εξουσία, το αξίωμα τού παγάρχου … Dictionary of Greek